δίφυλλος

δίφυλλος
-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο φύλλα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίφυλλα
φυτά που τα φύλλα τους αποτελούνται από δύο τμήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δίφυλλος — η, ο αυτός που αποτελείται από δύο φύλλα: Σε κάθε υπνοδωμάτιο υπάρχει δίφυλλη ντουλάπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

  • βάμπιρος ή βαμπίρ — (vampyrus και vampire). Είναι η κοινή ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται είτε μερικά χειρόπτερα αιματοφάγα που ανήκουν στην οικογένεια των δεσμοδοντιδών είτε (από εσφαλμένη ταύτισή τους με τα αιματοφάγα) άλλες νυχτερίδες που δεν απομυζούν αίμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”